Το να μη γνωρίζουμε τα πάντα κάποτε φαντάζει ως καλό,γιατί δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να τα τιθασεύσουμε.
Η μοίρα
Σαν από όνειρο βαθύ,
σε χρόνου μάκρος μέσα
την όψη σου βυθομετρώ,
τη χάνω κάπου-κάπου.
Μαυροντυμένη έστεκες,
με φόβιζαν τα μάτια,
που βέλη πέταγαν φωτιάς,
σα γύριζαν σε μένα.
Κι όταν κουράγιο έβρισκε
η δόλια η ψυχή μου
όλη την όψη σου να ιδεί,
ν’ ανοίξει την κουβέντα,
μόνες τις κόγχες έβλεπε
και της φωτιάς το βλέμμα.
Σκληρή η όψη σου πολύ
και πλιότερο η ψυχή σου,
σα μάγισσα μου έμοιαζες,
σα μοίρα της ζωής μου.
Ήθελα τότε να μου πεις,
στα παιδικά μου χρόνια,
ποια είσαι…. τι ζητάς,
τι θέλεις από μένα…
-Μοίρα με λένε στ’ όνομα
και μοίρα για σένα φτιάχνω.
Κι αυτά που τώρα γράφω εγώ
στην ώρα τους θα μάθεις!
-Τα χρόνια τώρα πέρασαν
κι απ’ το δεφτέρι, που κρατάς,
τα μυστικά που έχεις,
τα ξεδιπλώνεις, τα μετράς,
τα σβήνεις ένα-ένα.
Καλά το βλέπω που έγινε
τη μοίρα να μην ξέρω.
Δε θ’ άντεχα να γνώριζα
τι έγραφες για μένα.